- διαχωριστής
- centrifugeuse
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
διαχωριστής — separator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωριστής — ο (Μ διαχωριστής) αυτός που διαχωρίζει νεοελλ. πλάκα κυψέλης μελισσών, από ξύλο, λευκοσίδηρο ή χαρτόνι … Dictionary of Greek
αποδέκτης — Το πρόσωπο ή η αρχή όπου απευθύνεται ένα τηλεγράφημα, ένα τηλεφώνημα, μία επιστολή κλπ. Έτσι λέγεται επίσης και o τελικός σταθμός προορισμού ενός τηλεγραφήματος, ενώ o ενδιάμεσος σταθμός που πιθανώς να το δεχτεί λέγεται ενδιάμεσος σταθμός… … Dictionary of Greek
κάλοντρο — Ηλεκτρομαγνητικός διαχωριστής ισοτόπων, που βασίζεται στην αρχή του φασματογράφου μαζών. Ένας φασματογράφος μάζας δίνει τη δυνατότητα να υπολογιστεί ο λόγος φορτίου μάζας ενός ιόντος, με βάση τη διαδοχική επίδραση ενός ηλεκτρικού και ενός… … Dictionary of Greek